- с...
- с..., со..., съ...(πρόθεμα)I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.2. κίνηση με επιστροφή•
сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•
сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).
3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.II.Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.